ὦμες

ὦμες
εἰμί
sum
pres subj act 1st pl (doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • Σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • αγκινάρα — Φυτό ποώδες, πολυετές, της οικογένειας των συνθέτων, της ομοταξίας των δικοτυλήδονων, με βλαστό όρθιο, ισχυρό, κάπως πολυγωνικό, ύψους από 40 εκ. έως λίγο περισσότερο από ένα μέτρο. Η επιστημονική ονομασία της α. είναι κινάραησκόλυμνος. Έχει… …   Dictionary of Greek

  • αγριοφάγος — ο αυτός που τρώει ωμές τροφές. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγρια + φάγος < ἔφαγον αόρ. β΄ τού ρ. τρώγω] …   Dictionary of Greek

  • καρότο — Κοινή ονομασία των καλλιεργημένων ποικιλιών που προήλθαν από την αυτοφυή πόα δαύκος το καρότο. Πρόκειται για διετές φυτό, το οποίο κατά τον πρώτο χρόνο παράγει έναν θαμνώδη ρόδακα, ενώ τον δεύτερο χρόνο ανθίζει και αποκτά τον χαρακτηριστικό… …   Dictionary of Greek

  • σπάρτη — I Μυθικό πρόσωπο επώνυμη ηρωίδα της Σπάρτης κόρη του Ευρώτα και της Κλήτας και σύζυγος του Λακεδαίμονα. Ήταν μητέρα του Αμύκλα, της Ευρυδίκης, του Ίμερου και της Ασίνης. II Πόλη (14.084 κάτ.) της νότιας Πελοποννήσου, πρωτεύουσα του νομού Λακωνίας …   Dictionary of Greek

  • σπίτι — Το σπίτι, η αρχαία οικία, δημιουργήθηκε από τη στιγμή που ο άνθρωπος άρχισε να ξεχωρίζει τους διάφορους χώρους σε σχέση με τη χρήση τους εκ μέρους της οικογένειας του και τη μεταξύ τους λειτουργική σχέση· έτσι μπορεί να ονομαστεί σ. και το σύνολο …   Dictionary of Greek

  • ωμοσιτία — ἡ, Α [ὠμόσιτος] το να τρώει κανείς ωμές τροφές …   Dictionary of Greek

  • ωμοφάγος — α, ο / ὠμοφάγος, ον, ΝΑ αυτός που τρώει ωμές τροφές και, ιδίως, ωμό κρέας 2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τα ωμοφάγα τα σαρκοφάγα ζώα αρχ. φρ. «ὠμοφάγος χάρις» η χαρά που προκαλείται από τη βρώση ωμού κρέατος (Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + φάγος*. Η… …   Dictionary of Greek

  • ωμοφαγώ — έω, ΜΑ [ὠμοφάγος] τρώω ωμές τροφές και, ιδίως, ωμά κρέατα …   Dictionary of Greek

  • ωμόσαρκος — ον, Μ ο αποτελούμενος από ωμές σάρκες, ωμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὠμός + σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λιπό σαρκος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”